- οκοδαπός
- ὁκοδαπός, -ή, -όν (Α)ιων. τ. βλ. οποδαπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁκοδαπός — ὁποδαπός of what country masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποδαπός — ὁποδαπός και ιων. τ. ὁκοδαπός, ή, όν (ΑΜ) (σε πλάγ. ερώτ.) από ποια χώρα, από ποιο τόπο, από πού («ἐρωτέοντος... ὁποδαπὴ εἴη», Ηρόδ.). επίρρ... ὁποδαπῶς (Μ) από πού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁποδαπός έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής… … Dictionary of Greek